υπερογκως

υπερογκως
    ὑπερόγκως
    ὑπερ-όγκως
    неумеренно, чрезмерно Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερογκως" в других словарях:

  • υπερόγκως — ὑπερόγκως ΝΜΑ επίρρ. βλ. υπέρογκος …   Dictionary of Greek

  • ὑπερόγκως — ὑπέρογκος of excessive bulk adverbial ὑπέρογκος of excessive bulk masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρογκος — η, ο / ὑπέρογκος, ον, ΜΝΑ 1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος 2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «υπέρογκη βλάβη» ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»